- πολύοχλος
- πολύοχλοςmuch-peopledmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύοχλος — ον, Α 1. (για τόπους) πολυάνθρωπος 2. (για επαγγελματικές ή κοινωνικές ομάδες) πολυάριθμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὄχλος «πλήθος» (πρβλ. ά οχλος, φίλ οχλος)] … Dictionary of Greek
πολύοχλον — πολύοχλος much peopled masc/fem acc sg πολύοχλος much peopled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυόχλοις — πολύοχλος much peopled masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύοχλα — πολύοχλος much peopled neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυοχλία — ἡ, Α [πολύοχλος] η συγκέντρωση όχλου, το μεγάλο πλήθος ανθρώπων … Dictionary of Greek
πολυοχλώ — έω, Α [πολύοχλος] 1. είμαι πολυπληθής («πολυοχλοῡσαι δυνάμεις», Δίον. Αλ.) 2. μέσ. πολυοχλοῡμαι είμαι πολυάνθρωπος, έχω πολλούς κατοίκους … Dictionary of Greek
όχλος — ο (ΑΜ ὄχλος) 1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.) 2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
ԲԱԶՄԱԺՈՂՈՎ — ( ) NBH 1 405 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 11c, 13c ա. πολύοχλος frequens, hominum multitudine abundans Ուր իցէ ժողով կամ ժողովուրդ բազում. մարդաշատ. բազմամարդ. բազմամբոխ. մարդիկը շատ. ... *Զիա՜րդ զատաւ նստաւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԲԱԶՄԱԿՈՅՏ — (կուտի, ից.) NBH 1 408 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c ա. Բազմութեամբ իրաց կամ՝ անձանց կուտեալ. որպէս Բազմադէզ. շատ դիզած. ... *Իբրեւ զդիակունս բազմակոյտս ʼի հրապարակս անկեալք. Յհ. կթ.: *Ջահիւք եւ մոմեղինօք, եւ բազմակոյտ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԲԱԶՄԱՄԲՈԽ — ( ) NBH 1 411 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c, 13c ա. πολύοχλος, πολυπληθής, πλῆθος multus numero, fequens Ուր է ամբոխ բազում. բազմաժողով, խուռն. շատւոր. ... *Զի մեզ զբազմամբոխ ժողովսդ ցուցանես. Ոսկ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)